διακηρύσσω
• Alolema(s): át. -ττω
1 proclamar
δ[ι]εκήρυξεν ἀσεβὲς εἶναι τὸ ποιεῖν ἄλλωςAnon.Herc.862.12.15,
τὸ εὐαγγελικὸν ... κήρυγμαCyr.Al.Luc.1.95,
τὸν ἀρχιερέαCyr.Al.M.68.492B, cf. Gr.Nyss.Eun.3.9.15, abs.
διακηρύσσοντεςmediante proclamaciones I.BI 1.93
•declarar en v. pas.
πρὸς τοῖς κακοῖς ἀδρανῆ καὶ ἄτολμον καὶ πανοῦργον τὸν πάσχοντα διακηρύσσεσθαιVett.Val.236.5
•τὰ διακεκηρυγμένα los hechos de dominio público
ἐν τοῖς ὑπαίθροις καὶ διακεκηρυγμένοιςPlu.Arat.10.
2 vender en subasta pública
τὴν ... οὐσίανPlu.Cic.33, en v. pas.
τῆς οἰκίας διακηρυττομένηςPhilostr.VS 603.
3 celebrar
ἡ παροιμία τὸν ἐκ Σάμου κομήτην ἐπὶ τῷ σεμνοτάτῳ διακηρύττειIambl.VP 31.
4 en v. med. enviar un heraldo
ὁ δὲ Πείθων νικήσας τῇ μάχῃ διεκηρύξατο πρὸς τοὺς ἡττημένουςD.S.18.7.