< διακερμᾰτίζομαι
διακεφαλαιόω >
διακερτομέω
burlarse
,
mofarse de
τὴν παρὰ τῷ τῆς Βιθυνίας βασιλεύσαντι διατριβὴν ... διεκερτόμησαν
D.C.43.20.2.