διακερμᾰτίζομαι
• Morfología: [act. tard. Gr.Nyss.Eun.2.180]
1 cambiar en calderilla
(δραχμήν)Ar.V.789.
2 fragmentar, hacer pedazos en v. pas.
(ὁ χρυσός) κἂν εἰς πολλοὺς διακερματίζηται τύπουςGr.Nyss.Tres dei 53.16
•fig.
τὴν ἐπίνοιαν ἡμῖν ὁ σοφὸς διακερματίσαςGr.Nyss.l.c.