διαιωνίζω
1 intr. ser eterno de la divinidad, Ph.2.190
•vivir o durar eternamente
σὺν τῷ Πατρὶ διαιωνίζεινAth.Al.Gent.47, cf. Basil.M.31.245D, Pamph.Mon.Soter.145,
τοῦ μὲν σοφοῦ ἡ ζωὴ διαιωνίζει διὰ τῆς μνήμης, τὸν δὲ ἄφρονα διαδέχεται λήθηGr.Nyss.Hom.in Eccl.365.20, cf. Rom.Mel.74.γʹ.7,
σχοίημεν ... τὴν χάριν διαιωνίζουσανDidym.M.39.769A
•perpetuarse
ἄρτοι διαιωνίζοντεςpanes que se perpetúan, e.d. que se distribuyen con regularidad Io.Mal.Chron.12.289, cf. M.97.484A
•subst.
τὸ διαιωνίζονla perpetuidad Procl.in Euc.90.8
•tb. en v. med.
τὰ πράγματα διαιωνίζεταιPh.Fr.64
•fig. de abstr.
διαιωνίζουσα ἄτηSch.A.Ch.68a.
2 tr. perpetuar
τὸ γένοςPh.2.318,
τὴν μνήμηνEus.VC 3.41.