< δίαιτρον·
διαιωνίζω >
διαιτοχορηγία
,
-ας, ἡ
suministro de alimentos
ἡ τῶν ἀρρώστων φιλοκαλία καὶ ἐπιμέλεια καὶ δ.
PMasp
.151.186 (VI d.C.).