< διαζητέω
διάζομαι >
διαζήτησις
,
-εως, ἡ
1
persecución
,
búsqueda
τῶ[ν ὑ]πογεγραμμένων δου[λικῶν] σωμάτων
PHarris
62.8 (II a.C.).
2
investigación
Origenes
Fr
.64
in Io
.9.8.