διαζητέω
investigar, examinar
διεζήτηχ' ὅποθεν ... ἐσθίει ΚλεώνυμοςAr.Eq.1291,
τὸν πολιτικὸν ἄνδραPl.Plt.258b,
ἐντιθεὶς εἰς βάθος τὴν χεῖρα χάριν τοῦ διαζητῆσαί τι τῶν ἐν αὐτῷGal.18(1).552, en v. pas.
λόγους ἀνηῦρεν εὖ διεζητημένουςAr.Th.439
•abs. realizar una investigación, POxy.237.8.21, PMerton 101.3 (ambos II d.C.).