< διαγωνιστέον
διαδάκνω >
διαγωνοθετέω
ser árbitro en una discordia
τὰ κατὰ τοὺς Ῥοδίους καὶ Λυκίους
Plb.25.4.7,
διαγωνοθετῶν τὰ μειράκια
D.S.31.1.