διαγώνιος, -ον
• Morfología: [fem. -α Gr.Nyss.Perf.193.17]


I 1geom. diagonal, oblicuo παραλία ... δ. πως ἄγεται Str.2.1.36, linea ab angulo ad angulum diagonios perducatur Vitr.9 praef.5, cf. Aristid.Quint.99.4, διαγώνιοι πόδες patas diagonalmente opuestas de una cama, Antyll. en Orib.6.23.3, δ. πεσσοί Gr.Nyss.Ep.25.5
subst. ἡ δ. (sc. γραμμή) la diagonal Str.2.1.36, Procl.Hyp.3.16, Eustr.in Apo.XIII.39 ἡ δ. εὐθεῖα τὸ τετράγωνον χωρίον εἰς δύο τρίγωνα τέμνει Gal.1.429, tb. neutr. plu. τὰ διαγώνια Simp.in Cat.50.20.

2 angular οἰκοδομία Gr.Nyss.l.c.

II adv. -ως en diagonal δ. διαιρεθὲν εἰς δύο τρίγωνα Nicom.Ar.2.12, cf. An.Bachm.2.172.3.