διαγίγνομαι
• Alolema(s): jón. y át. tard. -γίνομαι
• Morfología: [aor. v. med. διεγενάμην PMasp.5.14 (VI d.C.), v. pas. διεγενήθην Phld.Piet.p.100S.]


I 1de pers., gener. aor. y perf. conservar la vida, seguir viviendo ὅποι καθιδρυθέντε διαγενοίμεθ' ἄν Ar.Au.45, ὡς οὐδὲν σφήλας τὴν πόλιν διεγένετο Th.5.16, τοσάδε ἔτη διαγενέσθαι Pl.Ap.32e, ἢν δὲ πρὸς τὰς ἡμέρας διαγένωνται τὰς δύο καὶ εἴκοσι Hp.Morb.1.27, ἐὰν ἄρα διαγενώμεθα si llegamos con vida, si vivimos lo suficiente Aeschin.1.24, cf. Diog.Oen.117.8, τοῦ διαγενέσθαι καὶ περιποιῆσαι σφᾶς αὐτούς Isoc.6.91
c. ἀπό y gen. vivir de algo, subsistir gracias a algo ἀπὸ τῆς τέχνης Arist.Pol.1268a31
fig. prosperar καὶ πόλιν ... χωρὶς ἑνώσεως διαγενέσθαι que una ciudad ... prospere sin unidad Attic.8.22
en perf. haber vivido κολακεύων καὶ φενακίζων ὑμᾶς διαγέγονεν D.23.179.

2 pasar el tiempo c. part. pred. οὐδὲν ἄλλο ποιῶν X.Mem.4.8.4, cf. Pl.Lg.954d, c. adv. de modo τὴν νύκτα οὕτω X.An.1.10.19, ἀπραγμόνως ... τὴν ἡμέραν Nicom.Com.1.42, σμῆνος δ' ἂν διαμείνῃ ἔτη ἐννέα ἢ δέκα, εὖ δοκεῖ διαγεγενῆσθαι Arist.HA 554b8.

3 continuar, no cesar de c. part. pred. κἂν ... ἄρχοντες διαγένωνται X.Cyr.1.1.1, cf. IEphesos 39.21 (VI d.C.), c. adv. καλῶς ἐν ταῖς τῶν ἀναγκαίων τελευταῖς διαγενομένων Plu.2.119d, ὅπως ... ἡδέως διαγίνωνται LXX 2Ma.11.26
c. un giro prep. δ. ἐν τοῖς ἔργοις PLond.1349.22 (VIII d.C.).

4 c. adv. de modo comportarse τυραννικῶς Lyd.Mag.1.34, cf. 3.69.

II part. ref. el tiempo

1 c. suj. ref. al tiempo pasado, transcurrido χρόνων δὲ διαγενομένων Is.11.9, cf. Lys.1.15, I.AI 13.168, διαγενομένων δὲ πάλιν ἐτῶν δέκα Plb.2.19.7, cf. Plu.Rom.22, ὀλίγων δ' ἡμερῶν διαγενομένων Plu.Ant.22, τριετοὺς δὲ διαγεγενημένου τοῦ σύμπαντος χρόνου D.S.3.65, cf. D.H.1.63, Eu.Marc.16.1, οἴδαμεν ... ἤδη τῇ κρίσει ἐκείνῃ διαγεγονότα ἔτη ὀκτώ D.21.82, cf. Plu.2.162c, Phld.l.c.

2 que se ha sucedido en un cargo διαγεναμένων ὀκτὼ παγάρχων μέχρι νῦν PMasp.2.2.18 (VI d.C.).

III part., de abstr. colocado, situado ὁ ὑγρὸς οὗτος ἀτμός, ἐν τῷ φλογμῷ διαγενόμενος, εἰς τὴν γεώδη μεταβαίνει ποιότητα este vapor húmedo, tras haberse situado en la llama, se pasa al estado térreo Gr.Nyss.M.44.104C.