διαγκωνίζομαι
apoyarse en el codo
διαγκωνισάμενος ἐπὶ τοῦ σκίμποδος ἔφηDam.Isid.134
•medic. διηγκωνισμένος (σφυγμός) un tipo de pulso acodado término acuñado por Arquígenes, Archig. en Gal.8.651, 662.
διαγκωνισάμενος ἐπὶ τοῦ σκίμποδος ἔφηDam.Isid.134