< διαγκωνίζομαι
διαγλαίνειν· >
διαγκωνισμός
,
-οῦ, ὁ
acción de darse codazos
ἁρπασμὸς καὶ χειρῶν ἅμιλλα καὶ δ.
Plu.2.644a.