διαγγέλλω
• Morfología: [pres. part. fem. διαγγέλλοισα Pi.N.5.3]
I ref. al lenguaje, esp. oral
1 informar de, dar noticias sobre, comunicar
πυλωρὸς ... ὅστις διαγγείλειε τἄμ' ἔσω κακάE.Hel.436, c. dat.
τὸ Κύρου στράτευμα βασιλεῖ διαγγεῖλαιX.An.1.6.2,
ἕκαστα τῶν γινομένων λάθρα δ. αὐτῷI.AI 7.201,
τοῦτό τις τῶν οἰκετῶν αὐτοῦ διαγγέλλει τῷ ΤιβερίῳI.BI 2.180,
τά τε βουλεύματα αὐτοῦ πάντα ... ἐκείνῳ διήγγειλεD.C.40.20.2, c. inf.
Δαναΐδαι δ' ἀφιέναι ναῦς διήγγελλονE.IA 353,
διήγγειλα οὖν Ἰσίγγῳ ... ἀγοράζειν ...PSI 559.5 (III a.C.), c. or. complet.
γραμματοφόροι, μηδὲν ἄλλο διαγγέλλοντες ἢ ὅτι ...D.C.63.11.4, en v. pas.
ἃ ... οὔτι γε καὶ προσήκοντά ἐστιν οὔτε πολυπραγμονεῖσθαι παρ' ἐλευθέροις ἀνθρώποις οὔτε σοὶ διαγγέλλεσθαιcosas que no son adecuadas ni para que sean motivo de preocupación para hombres libres ni para que te sean comunicadas D.C.55.19.1
•frec. en uso abs. comunicar la noticia, transmitir el mensaje
οἱ ἀκούσαντες διήγγειλαν τοῖς στρατηγοῖς τῶν Ἀθηναίωνlos que recibieron el mensaje se lo transmitieron a los estrategos atenienses Th.7.73,
ἐπειδὰν εἰς πλείους διαγγείλωμενa medida que se lo hagamos saber a más personas X.Mem.3.11.3,
ἵνα μὴ διαγγέλλωσιArist.Mir.837a5,
καλῶς ἂν οὖν ποιήσαις τοῖς τ[ε] παισὶ πᾶσι διαγγείλαςPLugd.Bat.20.24.4 (III a.C.)
•en v. med. trasmitirse la orden unos a otros, X.An.3.4.36.
2 proclamar, anunciar en público
οἱ γε πολλοὶ ... ἅττ' ἂν οὗτοι διαγγέλλωσι, ταῦτα ὑμνοῦσινla muchedumbre corea lo que estos proclaman Pl.Prt.317a,
σὺ δὲ ἀπελθὼν διάγγελλε τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῦEu.Luc.9.60,
ἡ δὲ φήμη ταχὺ διαγγέλλουσα τὴν πρᾶξιν ἐπὶ τὰς πόλειςPlu.Cam.24, c. or. complet.
γλυκεῖ' ἀοιδὰ, στεῖχ' ... διαγγέλλοισ' ὅτι ...ponte pues en camino, dulce canto, para proclamar que ... Pi.l.c.,
τοῦ στρατηγοῦ ... διαγγέλλοντος πρὸς ἅπαντας ὅτι ...Philipp.Maced.2.16, en v. pas.
κατὰ δὲ τὴν Ἑλλάδα διαγγελθείσης τῆς ἀποκρίσεως τῆς τοῖς Ἀχαιοῖς δεδομένηςPlb.30.32.11,
τὰ τῇ βουλῇ δόξαντα διηγγέλθηD.C.44.34.4
•pregonar, celebrar
τὸ ὄνομά μου ἐν πάσῃ τῇ γῇLXX Ex.9.16,
τὴν ἀρετὴν καὶ χορηγίαν αὐτῆς (τῆς πόλεως)IClaros 1.P.5.9 (II a.C.).
II no ref. al lenguaje transmitir
τοῦ μεταξὺ τῆς τε ὄψεως καὶ τοῦ ὁρωμένου διαφανοῦς ... τὸ εἶδος τὸ ἀπὸ τοῦ ὁρατοῦ τῇ ὄψει διαγγέλλοντοςel espacio traslúcido que media entre la visión y el objeto visto trasmitiendo a la visión la forma procedente de lo visible Alex.Aphr.de An.141.36, cf. 143.1, en v. pas. Alex.Aphr.de An.143.3.