< †διάγγαρον·
διαγγέλλω >
διαγγελία
,
-ας, ἡ
divulgación
,
notificación
εἰ προαποθάνοι τῆς διαγγελίας
I.
BI
361
•
en lit. crist.
predicación
τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ
Origenes M.12.84B.