διαγανάκτησις, -εως, ἡ
1 gran indignación
ὑπὸ τῆς νομίμου διαγανακτήσεωςPh.2.178, c. gen. subjet.
διαγανακτήσεις τῶν στρατιωτῶνPlu.Mar.16.
2 irritación causada en el recién nacido por el corte del cordón, Sor.58.19.
ὑπὸ τῆς νομίμου διαγανακτήσεωςPh.2.178, c. gen. subjet.
διαγανακτήσεις τῶν στρατιωτῶνPlu.Mar.16.