διαγανακτέω


1 indignarse fuertemente, mostrar gran indignación πῶς οὐκ ἄξιον διαγανακτεῖν; D.27.63, cf. Lys.Fr.1.4, ψόγου τυγχάνοντες διαγανακτοῦσι D.S.14.1, c. giro prep. πρὸς ἀπόθεσιν τῶν ὅπλων I.BI 4.270, πρὸς ταῦτα Plu.2.74b, διαγανακτῶν πρὸς Αἰγεάτην indignado contra Egeata, A.Andr.Gr.53.11.

2 medic. estar seriamente dañado ὥστε ἢ διαφθαρῆναι μέρος τι αὐτοῦ (ὑμένος) ἢ διαγανακτῆσαι καὶ συμπαθῆσαι Antyll. en Orib.44.5.1
irritarse περιθλώμενα γὰρ τὰ οὖλα διαγανακτεῖ Sor.88.2.