< διαβιωτέον
διαβλαστάνω >
διαβλάπτομαι
perjudicar
,
dañar
c. ac.
ὁ ἥλιος ... τὰ τῇδε οὐ διασπᾶται οὔτε διαβλάπτεται τῇ ἐνεργείᾳ αὐτοῦ
Ascl.
in Metaph
.438.29.