διαβλαστάνω
brotar, germinar
ἃ καὶ σπειρόμενα διαβλαστάνει παραχρῆμαThphr.CP 4.6.8, cf. 3.20.6, 4.8.1, HP 7.5.2
•anat.
ἀπὸ μιῆς πολλαὶ (φλέβες) διαβλαστάνουσαιbrotando muchas venas a partir de una sola Hp.Oss.11
•echar brotes
ἐκείνη (φλέψ) δὲ ἀφ' ἑωυτῆς διέβλαστεHp.Oss.16.