< διαβλητέον
διαβλητικός >
διαβλητέος
,
-α, -ον
que ha de ser censurado
ὁ γάρ πάντων ἀνενδεὴς οὐ δ. ὑφ' ἡμῶν ὡς ἐνδεής
Tat.
Orat
.4.