< *δήμωκu̯ς
Δήμων >
δημώματα
,
-ων, τά
• Alolema(s):
dór.
δᾱμ-
Stesich.35.1, Hsch.
cantos populares
Χαρίτων δαμώματα ... ὑμνεῖν
Stesich.l.c. (= Ar.
Pax
796), cf. Hsch.