δημοπίθηκος, -ου, ὁ
• Prosodia: [-ῐ-]
que divierte al pueblo con monerías, charlatán
ἡ πόλις ἡμῶν ... ἀνεμεστώθη ... δημοπιθήκων ἐξαπατώντων τὸν δῆμον ἀείAr.Ra.1085.
ἡ πόλις ἡμῶν ... ἀνεμεστώθη ... δημοπιθήκων ἐξαπατώντων τὸν δῆμον ἀείAr.Ra.1085.