< δημοπίθηκος
δημοποίητος >
δημοποιέω
hacer ciudadano por adopción
en v. pas.
οἱ δὲ ... ἄξιοι κριθέντες ταύτης (πολιτείας) ἐδημοποιήθησαν
Sch.Aristid.
Or
.1.26F.