< Δημοκαλλίας·
δημοκάτοικος >
δημοκατάρατος
,
-ον
maldito por el pueblo
ὁ κωλύων (σῖτον) δ.
Thd.
Pr
.11.26, cf. Origenes M.17.192B, Gr.Naz.M.36.544A.