< Δημοκρατίδης
δημοκρᾰτικός >
δημοκρατίζω
ser partidario de la democracia
Καρχηδονίων δ' οἱ δημοκρατίζοντες
App.
Pun
.70,
op. ῥωμαίζειν
App.
Pun
.68.