δημηγόρος, -ον
1 propio de los oradores públicos o la oratoria pública
δημηγόροι στροφαίlos giros del discurso popular A.Supp.623,
τιμαίE.Hec.254,
ἦθοςAP 2.118, 373 (Christod.).
2 subst. ὁ δ. orador público, político que interviene en la asamblea
ἀγαθοὶ δημηγόροι op. ῥήτορες φαῦλοιX.Mem.2.6.15, cf. HG 6.2.39, 6.3.3, Smp.2.14,
λιθωμόται δημηγόροιCom.Adesp.385,
ἐλθὼν οὖν ὁ λύκος καὶ στὰς εἰς τὸ μέσον ὡς δ. ἔλεγεν πρὸς τὰ πρόβαταVit.Aesop.G 97,
ὁ δ. ΔημοσθένηςLib.Decl.23.88
•de Tersites, Luc.Demon.61, cf. ITr.26, Aesop.158, Them.Or.26.321d
•frec. c. valor peyor., Pl.Grg.520b, Lg.908d,
ὅρκος ἑταίρας ταὐτὸ καὶ δημηγόρουDiph.101,
οἱ δημηγόροι καὶ οἱ ῥήτορες δοῦλοι τοῦ πλήθους εἰσίAel.VH 9.19, cf. Ph.2.47
•predicador de Pedro
δ. ἀνεφάνη σοφὸς ἐν μέσῳ τῶν ἐθνῶνAst.Am.Hom.8.5.1, cf. 3.2.1, de Pablo
παρ' ἐμοῦ τοῦ ξένου δημηγόρουAnon.V.Thecl.2.3.