δημηγορικός, -ή, -όν
• Alolema(s): δημογ- Eust.694.3
I
πειθοῦς διδάσκαλοι σοφίαν δημηγορικὴν καὶ δικανικὴν διδόντεςPl.R.365d,
λέξις δ.Arist.Rh.1413b4,
λόγοι δικανικοὶ καὶ δημηγορικοίArist.EN 1181a5, cf. D.H.Dem.1.1, Amm.1.10.2, Th.55.1,
ἔστιν δὲ τὰ μὲν παραδείγματα δημηγορικώτερα, τὰ δ' ἐνθυμήματα δικανικώτεραArist.Rh.1418a2,
Δημηγορικὰ προοίμιαtít. de una obra de Critias, Hermog.Id.2.11 (p.402)
•subst. ἡ δ. (sc. τέχνη) la elocuencia deliberativa Pl.Sph.222c,
τὰ δημηγορικάlos discursos deliberativos Arist.Rh.1354b23
•gener. propio de o adecuado al discurso público
δ. ἱμάτιονun manto apropiado para hablar en público Philostr.VS 619,
δ. βῆμαD.C.56.34.4
•en mal sent. propio de un orador demagógico Pl.Grg.482e.
2 de pers. hábil orador público, que destaca como orador en la asamblea
op. δικανικόςX.Mem.1.2.48, cf. Smp.4.6.
II adv. -ῶς de un modo propio de la elocuencia deliberativa Poll.4.26.