δεσμέω
• Grafía: graf. δεζ- Diog.Oen.37.1.10
I
τὰς κύναςAen.Tact.38.2
•encadenar
τὴν μητέραI.BI 1.71, cf. 3.402, en v. pas. Luc.ITr.20, Hld.8.9.5, Alex.Aphr.Pr.1.75
•fig.
(ἡ ψυχή) τὸν ὅλον ἄνθρωπον ... ἀντέδησε δεζμουμένη(el alma) encadenada (al cuerpo), encadena a su vez a todo el hombre Diog.Oen.l.c.,
δι' ἀκολούθου δεσμεῖται ὁ λόγοςGr.Nyss.M.44.113A
•trabar, ligar
ψάμμος ὑγρότητι δεσμουμένηAlex.Aphr.Pr.1.106
•fijar en v. pas.
τὰ εἴδωλα ... τοῖς ἥλοις δεσμούμεναThdt.Is.12.337.
2 atar en un haz
ἀμαλλοδετῆρες· οἱ τὰς ἀμάλλας δεσμεύοντεςHsch.α 3414, cf. δ 700, Sch.Il.18.553 en PMasp.331.3.2, en v. pas.
λήϊον ἄρτι δεσμούμενονGr.Naz.Ep.228.1.
II en v. med.-pas., de las articulaciones anquilosarse Gal.18(1).366.