δεσμωτικός, -ή, -όν
I
τάξιςEus.HE 8.10.11.
2 que encadena, que sujeta c. gen.
ξύλον ποδῶν δεσμωτικόνHsch.s.u. σφαλός, s.u. σανίδα.
II adv. -ῶς con cadenas Eust.937.19.
τάξιςEus.HE 8.10.11.
ξύλον ποδῶν δεσμωτικόνHsch.s.u. σφαλός, s.u. σανίδα.