δενδροφορία, -ας, ἡ
1 transporte procesional de árboles en cultos como el de Dioniso y Deméter
δενδροφορίαι τε καὶ χορεῖαι καὶ τελεταίStr.10.3.10.
2 producción de árboles
ἡ βαθύγειος (γῆ) ... πρὸς δενδροφορίαν ἐπιτηδείαGp.2.9.3.
δενδροφορίαι τε καὶ χορεῖαι καὶ τελεταίStr.10.3.10.
ἡ βαθύγειος (γῆ) ... πρὸς δενδροφορίαν ἐπιτηδείαGp.2.9.3.