< δενδροτρόφος
δενδροφορία >
δενδροφορέω
portar árboles
como práctica cultual dionisíaca
χορεύειν δὲ τῷ θεῷ ἢ θυρσοφορεῖν ἢ δενδροφορεῖν
Artem.2.37.