< δενδροτόμιον
δενδροτρόφος >
δενδροτόμος
,
-ου, ὁ
leñador
,
talador
,
ZPE
96.1993.54 (Egipto V/VI d.C.), Eust.832.61, Hsch.
δ
2430,
arborum sector
,
Gloss
.2.268.