< δενδροτομία
δενδροτόμος >
δενδροτόμιον
,
-ου, τό
tala
ῥωμαϊκόν τι μηχάνημα ἐκ δενδροτομίου πρὸς ἐρυμνότητα
Sud.s.u.
ἄκεσσα
.