< δενδροκοπία
δενδροκόπος >
δενδροκόπιον
,
-ου, τό
tala de árboles
una fiesta en honor de Hera
ἡ πανήγυρις τοῦ σεβαστοῦ δενδροκοπίου τῆς Ἥρας
en Cos
SEG
19.550.2 (Cos I/II d.C.).