δενδροκοπία, -ας, ἡ
agr.
1 poda de árboles
τήρησις βλαστῶν καὶ δενδροκοπίαιPOsl.136.11 (II d.C.).
2 tala de árboles
οὐ φόνων ἀμοιρήσας, οὐ δενδροκοπιῶν, οὐ πυρκαιῶνTheodorus Libell.p.16.18, cf. Isch.Libell.p.17.21.
τήρησις βλαστῶν καὶ δενδροκοπίαιPOsl.136.11 (II d.C.).
οὐ φόνων ἀμοιρήσας, οὐ δενδροκοπιῶν, οὐ πυρκαιῶνTheodorus Libell.p.16.18, cf. Isch.Libell.p.17.21.