< δελεάζω
δέλεαρ >
δελέαμα
,
-ματος, τό
cebo
Anon. en Sud.s.u.
ἔγκειται
, Gr.Nyss.
Hom.in Eccl
.345.13, 348.14, Sch.Opp.
H
.3.437.