< δεκάβαθμος
δεκάβοιον >
δεκᾰβάμων
,
-ονος, ἡ
• Prosodia:
[-βᾱ-]
mús.
de diez intervalos
ἑνδεκάχορδε λύρα, δεκαβάμονα τάξιν ἔχοισα
Io
Eleg
.5.1.