δεκάβοιον, -ου, τό
1 numism. moneda cuya acuñación se atribuye a Teseo (cf. βοῦς C II 3) Plu.Thes.25, Poll.9.61 (ap. crít.), Hsch.
2
δ.· ἀριθμὸς ποσὸς καὶ σταθμὸς ποσός, ἐφ' ᾧ τετύπωτο βοῦςHsch.
δ.· ἀριθμὸς ποσὸς καὶ σταθμὸς ποσός, ἐφ' ᾧ τετύπωτο βοῦςHsch.