< δεκάφυιος
δέκαχα >
δεκάφῡλος
,
-ον
• Prosodia:
[-ᾰ-]
dividido en diez tribus
ὁ Κλεισθένης ... Ἀθηναίους δεκαφύλους ἐποίησε
Hdt.5.66,
λαός
Orac.Sib
.2.171.