< δεκάτωσις
δεκάφῡλος >
δεκάφυιος
,
-ον
• Prosodia:
[-ᾰ-]
décuplo
,
diez veces mayor
ζωάγρια
Call.
Fr
.516,
δεκάφυια· δίφυια δὲ διπλάσια
Hsch.