δειροτομέω
cortar el cuello, degollar, matar
σὺ δ' ἄμφω δειροτομήσειςIl.21.89,
ἀνάλκιδα δειροτομήσειIl.21.555, cf. Od.22.349, Nonn.D.37.48,
δύω βόε δειροτομῆσαιh.Merc.405, cf. Il.23.174,
τὴν Γοργόνα ἐδειροτόμησενZen.1.41, cf. Euctenius C.Par.19.3.