δειμᾰλέος, -α, -ον
• Alolema(s): jón. fem. -έη AP 7.69 (Iul.Aegypt.)
I
αὐδήMosch.2.20,
πτώξOpp.C.1.165,
θῆρεςTriph.625, cf. B.3.72 (cj.), Hsch., Phot.δ 113.
2 horrible, espantoso
δ. Διὸς ὅπλονdel rayo Batr.(a) 287 (ap. crít.),
μυχοίThgn.1128,
Κέρβερε δειμαλέην ὑλακὴν νεκύεσσιν ἰάλλωνAP l.c.,
ἑρπησταίGr.Naz.Mul.Orn.306.
II adv. -ως de forma horribe
οἶκος ... ἀνέμων ὑπὸ ῥιπῆς ὤρνυτο δ.Orac.Sib.1.228.