δειμαίνω
• Morfología: [ép. impf. δειμαίνεσκε Q.S.2.439; aor. sigm. part. fem. δειμήνασα Euph.38C.14, atem. part. δειμάμενος SEG 35.1055.2 (Tíbur IV d.C.)]
I tr., c. suj. de pers. asustarse de, temer
ἀνδρῶν πλῆθοςTyrt.7.3,
πάνταA.Pers.600,
τοῦτοA.Pr.41,
τὴν Περσέων δύναμινHdt.1.159,
Τραμβήλοιο λέχ[οςEuph.l.c.,
ὅρκιαOrph.A.354,
εὐχάςLyc.895,
τριαύχενος μήνιμα ... θεᾶςLyc.1186,
ἀφεγγέα νυκτὸς ὁμίχληνAP 9.675,
πόλεμονTriph.282,
βίηνQ.S.2.439,
ΠαλλάδαNonn.D.20.55,
ΛυκόοργονNonn.D.34.51
•ref. al temor reverencial a un dios
ἐμέ τ' αἰδομένη καὶ ἐνὶ φρεσί δειμαίνουσαA.R.4.796
•c. ac. int.
δεῖμαE.Andr.868,
τιQ.S.2.28
•c. inf.
λέγεινE.Or.544,
θανεῖνE.Rh.933,
ἐρεῖσαι τὸ στόμαMosch.3.56,
πελάσαι δυσδερκέϊ νεκρῷOpp.H.5.320
•c. μή temer que
δ. μή πως ναῦν κατὰ κῦμα πίῃThgn.680, cf. 541,
δειμαίνοντες μὴ αἱ μὲν ἐμπόριον γένωνταιHdt.1.165,
δειμαίνων τὸ σὸν μὴ στέρνον ἀλγύνοιμι τοῖσδε τοῖς λόγοιςtemiendo que con estas palabras afligiría tu corazón S.Tr.481,
δ. μὴ δή σε κακωτέρῳ ἀνέρι δώσειTheoc.27.22, cf. Nonn.D.20.339
•tb. c. ἵνα μή:
δειμαίνων, ἵνα μή τις ... κοῦρον οἰστεύσειενtemiendo no fuera a ser que alguno, hiriese al joven Nonn.D.29.35
•c. interr. indir.
δειμαίνω τίνι μῆλον ὁ βουκόλος οὗτος ὀπάσσειColluth.87.
II intr.
1 tener miedo, estar asustado
οἱ δ' ἀκέων ... καθήατο δειμαίνοντεςh.Ap.404, cf. A.Supp.74, Hdt.3.51, 4.136, S.Tr.89, E.Hec.184, Ar.V.1042, Pl.R.330e, Euph.81.3, Plu.2.729f, AP 12.124, SEG l.c., Hsch.
•c. giro prep. temer por
περὶ ἑωυτῷHdt.3.35,
περὶ αὐτῷ ΞέρξῃHdt.8.99,
ἀμφὶ σοίS.OC 492,
τοῦ πέρι δειμαίνουσαQ.S.14.280,
ὑπὲρ ὑμέωνHdt.8.140β,
ὑπὲρ τῶν γαμετῶν καὶ τῶν ἐγγόνωνIul.Or.3.82a, tb. en v. med.
ἀμφ' Ἀχιλῆος ... δειμαίνοντοQ.S.2.499, cf. Hsch.
2 c. suj. de cosa dar miedo, asustar
πόντῳ γὰρ ἐπὶ πλατὺ δειμαίνοντι χαίρωdisfruto del mar que asusta en su inmensidad, AP 9.143 (Antip.Thess.?).