δεδοίκω
• Morfología: [fut. δεδοικήσω Macr.Exc.610]
temer
δε]δοίκω μή τι κακόν[Epich.85.157Au.,
ἵππον καὶ ... ὄφινTheoc.15.58, cf. Macr.l.c.; cf. δείδω.
δε]δοίκω μή τι κακόν[Epich.85.157Au.,
ἵππον καὶ ... ὄφινTheoc.15.58, cf. Macr.l.c.; cf. δείδω.