δεδοκημένος
• Morfología: [sólo ép.]
part. perf. irreg. de δέκομαι, δέχομαι acechando, aguardando abs.
ὅ γ' ἑστήκει δ.Il.15.730,
ἐπ' ἀκτῆς ἧστο ἀνὴρ ἁλιεὺς δ.Hes.Sc.214, cf. A.R.4.900, c. gen.
ἤματοςArat.559
•c. ac. esperando a ver
δεδοκημένοι ἥν τινα ῥέξει μῆτιν ἀνωίστωςA.R.4.1660,
Πληιάδων φάσιας δ.Nic.Th.122,
ἔλαφονOpp.H.1.238, cf. 672, Nonn.D.30.88.