δείδω
• Morfología: [pres. ind. 1a plu. δείδιμεν Call.Del.220, inf. δειδέμεν Orph.L.340, part. fem. δειδιόωσα Io.Gaz.2.248; fut. δείσομαι Il.15.299, tard. δείσω Q.S.4.36; aor. ind. ἔδδεισα Hes.Fr.33(a).28, Call.Dian.51, tem. sin aum. δίον Il.22.251, δίε Il.5.566; perf. δείδια Il.13.49, δέδια A.Pr.182, S.OC 1469, imperat. δείδῐθι Il.5.827, δέδῐθι Ar.Eq.230, δείδιχθι Nic.Al.443, δέδιχθι Babr.75.2, part. fem. δειδυῖα A.R.3.753, perf. en grado o c. -κ: δείδοικα Il.1.555, δέδοικα Thgn.39, A.Pers.751; plusperf. δείδιε Il.18.34, tard. ἐδείδιον Q.S.10.450, Nonn.D.2.608; cf. δεδοίκω]
perf. interpr. como pres.
I intr.
1 tener miedo, esp. part. lleno de temor, atemorizado
Θέτις δ' ὑπεδέξατο κόλπῳ δειδιόταTetis lo acogió lleno de temor en su seno, Il.6.137, cf. 20.45,
πάντες ... δειδιότεςIl.24.384,
δμώων ... δεδιότωνOd.14.60,
ἰχθύες ... δειδιότεςIl.21.24,
πλῆθος δεδιόςTh.2.11,
τὴν ψυχὴν αἰδουμένην τε καὶ δεδιυῖαν ἕπεσθαιPl.Phdr.254e,
δεδοικότες υἱοίLXX Is.60.14,
οἱ πάροντες, καίπερ δεδιότεςEun.VS 481,
οἱ δεδιότεςlos medrosos Philostr.VS 519, cf. Vett.Val.73.20
•part. neutr. subst. τὸ δεδιός temor, miedo
γνώτω τὸ μὲν δεδιὸς αὐτοῦ ... τοὺς ἐναντίους μᾶλλον φοβῆσονsepa que su propio miedo infundirá más temor a los adversarios Th.1.36
•c. ac. de rel. o dat.
φρένα ναῦται δειδιότεςIl.15.628,
φρενὶ δειδιόωσαIo.Gaz.2.248
•gener. temer, tener miedo
δέδοικ' ἔγωγεS.Ph.1268, cf. E.El.1114,
ἵν' φυλάττωνται καὶ δεδίωσινIsoc.4.156,
μὴ δέδιθιAr.Eq.l.c., cf. Babr.l.c.,
ἂν γλαῦξ ἀνακράγῃ, δεδοίκαμενMen.Fr.620.11, cf. Cith.48
•tb. en fut.
οὐ μὰν δείσουσι λιλαιόμενοι ... χάρμηςQ.S.4.36.
2 tener miedo, temer, estar preocupado por
a) c. περί o ὑπέρ y dat. o gen.
ἔδεισεν δὲ περὶ ... ΜενελάῳIl.10.240,
περὶ σφετέροισι τέκεσσι δειδιότεςHes.Sc.248,
δείσαντα περὶ τῇ στρατιῇHdt.7.212,
δείσασ' ᾧ περὶ παιδίh.Cer.246, cf. Philostr.VS 534,
δεδοικὼς τῆς τυραννίδος πέριtemiendo por su propio poder E.Supp.446,
ἐδείσατε ὑπὲρ ὑμῶνTh.1.74;
b) c. dat. de causa tener miedo por, de
τῷ θορύβῳPlu.Dem.9
•c. giro prep.
δέδια δ' ἀμφὶ σαῖς τύχαιςA.Pr.182,
διὰ τὴν τῶν προσιόντων ἔφοδονPlb.5.52.13.
3 en aor. asustarse
ἔδεισεν δ' ὁ γέρωνIl.1.33, 24.571, 689, cf. 1.568, Od.10.219, 13.184,
ὑπὸ τρόμος εἷλεν Ἀχαιοὺς ... δείσανταςIl.5.863,
δεῖσε δ' ὅ γ' ἐν θυμῷIl.8.138, cf. 24.672, Od.16.331,
ἡμεῖς δὲ δείσαντες ἀπεσσύμεθ' ἐς μυχὸν ἄντρουOd.9.236, cf. S.OT 11, 1414,
δείσας οἴχετο φεύγωνHdt.1.157,
αἱ νύμφαι ἔδδεισανCall.Dian.51, cf. SHell.250.11, Fr.384.37, Arist.PA 679a6, 26, tb. de anim.
μὴ τὼ μὲν δείσαντε ματήσετονno sea que espantándose se desboquen los dos, Il.5.233,
ὁ λέων δείσας ὥρμησε φεύγεινBabr.1.10.
II tr.
1 en perf. temer a, en aor. frec. asustarse de
a) c. ac. de animados: hombres y dioses
τὸν μὲν ἐγὼ δείδοικαIl.24.435,
αἴ κέν πως ἐμέ τε δείσῃIl.24.116,
Ἀχιλῆα ... ἐδείδιμενIl.6.99,
Δία ξένιον δείσαςOd.14.389,
ἔδδεισε ... παῖδαHes.Fr.33a.28,
οὔτε θεοὺς δείσαντεςOd.22.39,
(Νέμεσις) ἣν πάντες δεδίασιOrph.H.61.5,
οὐκ ἔδεισά κω ἄνδρας τοιούτουςHdt.1.153, cf. 4.127,
δέδοικ' ἐμαυτόνS.OT 767, Philostr.VS 568,
τοὺς φιλεῖν ... βουλομένους δεδοίκατεAr.Ec.181,
βαρβάρους δὲ οὓς νῦν ἀπειρίᾳ δέδιτεTh.4.126,
δεδίασιν αὐτόνAr.Eq.224, cf. Pl.448, 684,
ἐδεδίεσαν τὴν στρατιάνX.An.5.6.36, cf. Pl.Lg.685c,
δεδιέναι τοὺς γονέαςPl.R.562e,
κἀκείνους ... οὐκ ἐδεδίειςD.34.27,
ὁ ... δοῦλος σ' ἐδεδοίκειX.Ath.1.11,
δεδοικὼς τὸν κύριονLXX Ib.7.2,
οἱ τὰς ἐκ τῶν διδασκάλων πληγὰς ... δεδιότεςPhilostr.VS 536
•de anim.
δεδιὼς τὰς παραπετομένας μυίαςArist.Pol.1323a29,
θῆρας ἐδείδιεQ.S.10.450;
b) c. ac. de abstr. asimilados a la pers. o anim.
ἄλλος κέν τις ... δείσειε νόημαIl.7.456,
Ζηνὸς ... μῆνινIl.13.624, cf. Pi.P.4.112, N.5.34,
τὴν ὄψινHdt.1.107,
τὸ σὸν ... πρόσωπονS.OT 448,
ὄνομαS.OC 265,
τὸ θηλυκόνEub.141,
οὐ χέρα δείδιμεν ἄλλην θηλυτέρηνCall.Del.220,
τὰς φύσεις ὑμῶνAr.Pax 607,
ταύρων ... μένοςA.R.3.753,
ὄγκον ἀπειλῆςNonn.D.35.30,
ἀκοήνEun.VS 460,
κίνδυνονPYoutie 30.18 (II d.C.);
c) de la muerte, el más allá
θάνατονHp.Art.37, cf. Pl.Ax.372, Ap.29a, Babr.122.2,
ΤάρταρονAnacr.36.8,
τὴν ἀλληλοφαγίηνHdt.3.25,
αἰῶναE.Io 624,
τὸ μέλλονPMasp.312.9 (VI d.C.), de síntomas
ἅσσα σὺ μὴ δείδιχθιNic.Al.l.c.;
d) de abstr. gener.
δεδοικὼς μηδένA.Eu.699,
δέδια τόδεS.OC 1469,
ἕν σου δέδοικαE.Andr.362, cf. Ba.670,
πάνταAr.V.1091,
φόβουςE.Supp.548,
παράδοξον λόγονPl.R.472a,
τὸν μέλλοντ' ἀγῶναD.21.200,
ἡ φιλοσοφία τὸ πρᾶγμα οὐκ ἔδεισενArist.Mu.391a5;
e) circunstancias fís., meteorológicas
ὄμβρου κτύπονA.A.1533,
ἄμπελε, ... δείδιας ἑσπέριον Πλειάδα δυομέναν;AP 12.138 (Mnasalc.),
προχοάςAntag.3.1,
ὄφεων ... ἰούςOrph.L.l.c.,
ὄμβριον ἠχώNonn.D.2.608;
f) c. doble ac. de pers. y de abstr. o cosa temer a ... por
μήτε σύ γ' Ἄρηα τό γε δείδιθιIl.5.827,
μήτε θεῶν τό γε δείδιθι μήτε τιν' ἀνδρῶνIl.14.342,
μηδέν με δείσῃςMen.Epit.546.
2 c. complet. temer que en perf. y fut., en aor. frec. asustarse de que
a) c. inf.
δεῖσαν δ' ὑποδέχθαιIl.7.93,
δείσεσθαι Δαναῶν καταδῦναι ὅμιλονIl.15.299,
δείσαντες ... νέμεσιν ... ἔσεσθαιOd.22.39,
θανεῖν σε δείσαςE.Io 1564,
δεδιέναι ... ἔχειν αὐτόνTh.1.136,
οὐκ ἐδέδισαν βασανισθῆναιLys.13.27,
δέδιεν ἐπὶ τὰ πράγματα ὁρμᾶνAmphis 33.6, Iust.Nou.1.2.1;
b) c. subord. c. μή temer que y subj., de aor.
δείδοικα ... μή οἱ ἀπειλὰς ἐκτελέσωσι θεοίIl.9.244,
δείδω μὴ οὔ τίς τοι ὑπόσχηται τόδε ἔργονIl.10.39, cf. 11.470, 13.745, 14.44, 19.24, 21.536, Od.4.820, 5.473, 8.230, 12.122, 24.353,
δείδοικα ... μή σε παρείπῃ ... ΘέτιςIl.1.555,
δείσας μὴ τέξῃ κρατερώτερον ἄλλο κεραυνοῦHes.Fr.343.8,
δέδοικα δὲ μὴ τέκῃ ἄνδραThgn.l.c., cf. A.Pers.751, Ar.Th.756,
οὐ γὰρ ἔδεισά κω μὴ ἑσσωθέωμενpues nunca he temido que podamos ser derrotados Hdt.4.97,
δείσας μὴ ἀναστάτους ποιήσῃ τὰς ΣάρδιςHdt.1.155, cf. E.Med.282,
δέδι' ... μὴ ... πολεμεῖν ἀναγκασθῶμενD.14.4,
ἐδεδίειν μὴ πα[ραχρ]ῆμα ἀπόλωμαιHyp.Lyc.6, cf. Arist.Pol.1302b21,
δείδια ... μή μοι ἀνακλέψῃς κίθαρινh.Merc.514,
δεδοίκαμεν μὴ λάθωμενLuc.Charid.24
•de pres.
δείδω μή με ... φέρῃOd.5.419,
ἐδέδισαν μή ποτε αὖθις ξυμφορά τις ... περιτύχῃTh.4.55,
μὴ αὐτὸν ... τύπτῃ δεδιώςAr.Ec.643,
δέδοικα μὴ ... ἐν Αἰγυπτίοις ᾖLuc.Prom.Es.5
•subj. de perf.
δέδοικ' ἐγὼ μή μοι βεβήκῃS.Ph.493
•c. opt. aor.
δείδιε γὰρ μὴ λαιμὸν ἀπαμήσειε σιδήρῳIl.18.34,
δείσας μή πώς οἱ ἐρυσαίατο νεκρὸν ἈχαιοίIl.5.298,
δείσαντες μὴ τόξον ... ἐντανύσειενOd.21.286, cf. E.Andr.722,
ἐδεδοίκεσαν μὴ ... χειμὼν τὴν φυλακὴν ἐπιλάβοιTh.4.27, cf. X.An.3.5.18.
• Etimología: Formado sobre un ant. perf. δε-δϜοι-α, plu. δείδιμεν; cf., c. otras formaciones, arm. (aor.) erkeay ‘temer’, av. dvaeθā ‘amenaza’, toc. AB wī- ‘espantar’. En último término, de *du̯ei- < *du̯e-Hi̯3- ‘dos’ (cf. δύο), siendo la idea de ‘división’ análoga a la de ‘duda’.