δαΐς, -ΐδος, ἡ
• Alolema(s): contr. δᾴς, δᾳδός Ar.Nu.1494, Th.7.53, Hp.Mul.1.78, Steril.224
• Grafía: graf. δᾶες ID 1442B.23 (II a.C.)
I
ξανθοτέρα<ι>ς ... τα<ὶ>ς κόμα<ι>ς δάϊδοςmás rubios los cabellos que una antorcha Sapph.98a.7, gener. plu., cont. ritual y de fiesta
νύμφας δ' ἐκ θαλάμων δαΐδων ὑπὸ λαμπομενάων ἠγίνεονIl.18.492, cf. Od.19.48, 23.290,
κοῦροι ... ἐπὶ βωμῶν αἰθομένας δαΐδας ... ἔχοντεςOd.7.101, cf. 1.428, 434,
δαΐδων σέλαςOd.18.354, Hes.Sc.275,
ἐν παλάμαις ἀραμένη δαΐδαςIG 12(5).229.8 (Paros, imper.),
ἐν Λέρνῃ δ' ἔλαχεν μυστιπόλους δαΐδαςIG 22.4841.8 (IV d.C.),
δᾷδας ... καὶ δαλοὺς ἀράμενοιD.Chr.80.5,
δᾷδας ἑκατόνταρχοι ... λαβόντες ὑφῆψαν αὐτήν (πυράν)D.C.56.42.3,
βοῦς ἀθροίσας δᾷδας τοῖς αὐτῶν προσέδησε κέρασιD.C.Epit.8.26.1, cf. 2, tb. en sg.
δᾷδα καὶ στεφάνους λαβόντεςAntiph.197, cf. Men.Sam.731, Plu.Mar.22, Luc.Nec.7, IEphesos 2101A.2
•en cont. utilitario
ξύλα κάγκανα θῆκαν ... καὶ δαΐδας μετέμισγονOd.18.310, más frec. sg.
σὸν ἔργον, ὦ δᾴς, ἱέναι πολλὴν φλόγαAr.Nu.1494, cf. 1490, Plu.Dio 44
•colect. pira funeraria
ἐπὶ τὴν δᾷδα καὶ τὴν κορωνίδα τοῦ βίου προελθεῖνPlu.2.789a
•leña o madera de pino
δαίδος ῥίπεςSIG 57.32 (Mileto V a.C.),
ὁλκάδα ... κληματίδων καὶ δᾳδὸς γεμίσαντεςTh.7.53,
πολλὴν μὲν δᾷδα ἔχομεν, ἣ ταχὺ πολὺ πῦρ τέξεταιX.Cyr.7.5.23,
διὸ καὶ τοῦ καπνοῦ γίνεται μελάντατος ... οἷον ἐλαίου καὶ πίττης καὶ δᾳδόςArist.Col.791b24, cf. IHistriae 68.24 (I d.C.)
•plu. leña
ἁμάξας δᾴδων καὶ πίσσης μεστὰς πρὸ τοῦ στρατοῦ ... προήγαγονD.C.Epit.8.19.1,
(κρύσταλλον) μιν ὑπὲρ δαΐδων καταθεῖναιOrph.L.179, cf. 181.
2 astilla de pino cuya infusión se utiliza como bebida o emplasto
πινέτω δὲ τὸ σὺν τῇ δαιδίHp.Nat.Mul.9, cf. Mul.1.78, Steril.224,
ἐν οἴνῳ τῷ ἀπὸ δαιδόςHp.Mul.1.3
•trozo de madera de pino de aplicación ginecológica
τὴν δὲ δαῖδα ὀπίσω προστιθέναιHp.Mul.2.133.
3 bot. resina rel. una enfermedad de los pinos, exceso de producción de resina
ὅλον γὰρ γίνεται δᾴςThphr.HP 3.9.5.
II meteoro luminoso
αἱ δᾷδες αἱ πρὸς τὰς δυσμὰς ἐκ τῶν ἀνατολῶν ᾄττουσαιcomo señal de mal augurio, D.C.43.35.3.
• Etimología: De *δαϜίς < *d°Hu̯2-, cf. δα(Ϝ)ίω (s.u. 1 δαίω) y en grado pleno ai. doman- ‘incendio’.