δαίδαλμα, -ματος, τό
obra artística, delicada
λυσίμβροτον ... ἀκηράτων δ.Pi.Fr.52i.81,
τι θεῶν δ.Theoc.1.32,
δ. κάλλιστονLuc.Am.13,
τῆς οἰκοδομίας δαιδάλματαAgath.2.15.2, cf. Callistr.11.3, Colluth.308, Nonn.D.37.127.
λυσίμβροτον ... ἀκηράτων δ.Pi.Fr.52i.81,
τι θεῶν δ.Theoc.1.32,
δ. κάλλιστονLuc.Am.13,
τῆς οἰκοδομίας δαιδάλματαAgath.2.15.2, cf. Callistr.11.3, Colluth.308, Nonn.D.37.127.