δαιδάλλω
1 trabajar artísticamente, c. ac. de cosa embellecer, adornar
σάκος ... πάντοσε δαιδάλλωνIl.18.479,
λέχος ... δαιδάλλων χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ ἠδ' ἐλέφαντιOd.23.200,
τὰν παιδὸς καλλίσταν εἰκῶIUrb.Rom.102a.3, cf. Man.2.320, 4.441, Nonn.D.2.167
•c. ac. de animado adornar, tatuar
(τεχνήμονες ἄνδρες) δαιδάλλουσι πόσιν καλόνref. un tipo de caballos no naturalmente moteados, Opp.C.1.335, cf. en v. pas. Opp.C.1.324
•fig. c. suj. o instrum. de abstr., esp. la palabra o el canto
πόλιν εὐανορίαισι τάνδε κλυταῖς δαιδάλλεινengalanar, e.e. engrandecer esta ciudad con sonadas gestas Pi.O.5.21,
πολ]λὰ μὲν ... δαιδάλλοισ' ἔπεσινPi.Fr.94b.32, en v. pas.
δεδαιδαλμένοι ψεύδεσι ... μῦθοιPi.O.1.29,
πλοῦτος ἀρεταῖς δεδαιδαλμένοςPi.O.2.53,
(ἄνδρα) μελιγδούποισι δαιδαλθέντα ... ἀοιδαῖςPi.N.11.18, cf. Synes.Hymn.1.338.
2 esculpir, representar en una estatua en v. pas.
τὸν Ὄσιριν ... δαιδαλθῆναι ἐκέλευσενClem.Al.Prot.4.48.