δασμοφόρος, -ον


1 tributario ἡ Περσίς χώρη Hdt.3.97
c. gen. obj. de pers. ἐς τὰς ἑωυτοῦ δασμοφόρους πόλιας Hdt.6.48
en uso pred. οὕστινας ... δασμοφόρους βουλόμεθα καταστήσασθαι X.Cyr.7.5.79, τὴν πόλιν ... δασμοφόρον ἀποφήνας D.C.74.14.3
c. dat. de la pers. de quien se es tributario πρὶν ἄν τοι Σαρδὼ ... δασμοφόρον ποιήσω Hdt.5.106, Ἰωνίην πᾶσαν ... δασμοφόρον εἶναι Πέρσῃσι Hdt.7.51
c. giro prep. de pers. ἡ ... πᾶσα (γῆ) καὶ ἦν ὑπὸ βασιλέα δ. Hdt.7.108
subst. οἱ δασμοφόροι los pueblos tributarios Hdt.6.95, Men.Prot.18.6.49.

2 δασμοφόροι· μερισταί Hsch.