< δασμοφορέω
δασμοφόρος >
δασμοφορία
,
-ας, ἡ
tributo
,
pago de un tributo
ὁ δὲ δασμοφορίαν ... ἐπιθεῖναι τακτὴν διακελεύεται
Agath.5.2.3, cf. Men.Prot.6.1.568.